- ευυπόκριτος
- εὐυπόκριτος, -ον (Α)1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» — καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο-κρίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.